|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μοιρολόι? — — μικροβιολογικός — αμοιβαίος — εξυβρίζω — εργολαβώ — ωτόρροια — πάθος — ξωμάχος — εκπλατύνω — παντρολογήστρα — επιγονατιδικός — μοναρχικώς — αρμέγκα — τροχίζω — αποτωρινός — λιόκλαδο — ναύλο — βιβλιεκδότις — λιθοκοπία — χωροβάτης — μπροστινά — ανηφοροκατήφορος |
|||