|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολφεκτομή? — — διαπρύσιος — γονιμοποιούμαι — αντίσκηνο — σκευωρία — Γιαπωνέζος — Ολλανδός — φρενοβλαβής — ξυλοκοπώ — αχτιδοστέφανο — ιστοσελίδα — αλέα — ρωσσιστί — βουλησιαρχία — κνώδακας — φώκαινα — αιμάσσων — αμβλύστομος — ινδόρνις — ευμεγέθης — καλλικάντζαρίνα — διάσελα |
|||