|
ο физ. упругое растяжение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упругое растяжение? — εφελκυσμός как с (ново)греческого переводится слово εφελκυσμός? — упругое растяжение — εξανθηματικός — καραγκιοζλίκι — προαναφερόμενος — φουντουκής — επιτηρώ — τραβηξιά — ξιπασιά — αρκουδοπούρναρο — τουρκομερίτικος — προσανατολισμένος — Τούρκισσα — τίμημα — αναδώνω — αρπάγι — εξευρετικός — αμετάτρεπτος — μακέλλα — αποτυφλωτικός — αυτοκυβερνησία — υποσημειούμαι — μουνάκι |
|||