|
η повивальная бабка; акушерка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово повивальная бабка? — μαμμή как на (ново)греческом будет слово акушерка? — μαμμή как с (ново)греческого переводится слово μαμμή? — повивальная бабка, акушерка — εξεμώ — εθνικός — τρίωρος — είχα — απόλυτο — πλινθόκτιστος — γεφυρωτικά — αεροβόλος — ομοφωνία — καθρεφτιστός — σκοταδιστικός — ανακατωμένος — ξέρραμμα — διαμαστίγωση — βόρεια — συμπεθεριάζω — μπροσούρα — καυστικός — φρενολογικός — περιποιούμαι — σερνικός |
|||