|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ζούπηγμα? — — αιμωδία — ανθρωπογνώστης — σταυροπατέρας — δεκαετής — πόρδος — αμνηστευτικός — ψωμοτύρι — υψόμετρο — ωστήρ — κυβιστικός — αβυσσοπελάγιος — απροσδιοριστία — ανομοιογενώς — μοριακός — γουστάρισμα — ρουμπινύς — φοβέρα — ἧττα — παιδολόι — απεργός — μαυρολέλεκας |
|||