|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεπίτρεπτος? — — ρεφενές — οκνιάρης — ανακλαστικός — αβασκαίνω — περιφραστικός — αβάνισσα — εύδηλος — θεοσοφία — είρων — συνέκδημος — γναφάλωμα — απεραντολόγημα — ξυραφάκι — μοναδολογία — δράνα — αψυώνω — καθήκι — σέλλωμα — αλευρόσιτα — αποφατικά — ξεκαβαλλικεύω |
|||