|
η 1) плакальщица; 2) перен. нытик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плакальщица? — μοιρολογίστρα как на (ново)греческом будет слово нытик? — μοιρολογίστρα как с (ново)греческого переводится слово μοιρολογίστρα? — плакальщица, нытик — αρχαιρεσίες — προφυλάσσομαι — ξαρρωστικό — αρχαιοφύλαξ — υπορρινικός — στόκος — ανασάλεμα — αυλάρχης — αρχαιοφύλακας — τιμαριωτικός — νεοελληνικός — στρογγύλωμα — νυχτοπερπατάω — αρχαιόφιλος — επιχείρηση — αναχωρητήριον — γειτνιάζω — παρθένος — μακαρίτικος — γόης — γαλβανοπλαστική |
|||