|
το 1) астр., перен. апогей; ~ τής δόξας — вершина славы; 2) мор. швартов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово апогей? — απόγειο как на (ново)греческом будет слово швартов? — απόγειο как с (ново)греческого переводится слово απόγειο? — апогей, швартов — δερματίτιδα — κερατιάτικος — αγυρτεία — γουστόζος — ειθισμένος — μαλαγάν — εβδομηκοστός — ισχνόφωνος — μαύρο — κωλύομαι — ζυμοτεχνία — συγχωριανός — δημητριάτικο — σταύλισμα — άκεφος — ζαβράκι — εμφαντικός — επιβραδυντήρας — καβαλάρης — αυγοπόλεμος — λαμπροφορία |
|||