|
прям., перен. львиный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово львиный? — λεονταρίσιος как с (ново)греческого переводится слово λεονταρίσιος? — львиный — υποβοηθός — ρομφαία — αμέτρητος — κακοκάμωτος — ανατύπωμα — χατιρικός — χάρος — ναυλομεσίτης — μυστηριώδης — ενδεκαετία — λαμπυρίζω — θολοειδής — αλφάβητο — εκτύφλωση — εκφωνώ — σιαλίζω — καταπονώ — ανενταφίαστος — ανίδρυση — βάτ — αντιπαθώ |
|||