|
η единогласие; διά ~ς — единогласно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единогласие? — παμψηφία как с (ново)греческого переводится слово παμψηφία? — единогласие — μαγματικός — χωστός — αυτόματος — ξεκίνημός — έποψη — ακραξόνιο — φυλλομετρώντας — μαλαθράκι — σαγή — πεδούκλα — ετεροπαθητική — χώση — διαλυστήρι — διαβαστερός — κυβερνητικός — γλυκοπυρώνομαι — ηρωίδα — τσευδίζω — κύπτω — οδοντόκονις — εξυμνώ |
|||