|
рекламный; ~ό γραφείο — рекламное бюро #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рекламный? — διαφημιστικός как с (ново)греческого переводится слово διαφημιστικός? — рекламный — επιτεύξιμος — προπάτωρ — γκερδέλι — ερατεινός — αθλοθετώ — μακροκαταληκτώ — ανθυποφροντιστής — λεβεντόκορμος — γαβάθι — χαραδρώδης — κιμάς — πεδίο — νευρικότητα — αληθής — επιφράττω — ξεπλάτισμα — χαϊδευτικά — φουτουρίστρια — γρατσουνίζω — ταυτολογώ — πιλοποιός |
|||