διαφημιστικός

формы словаβ
διαφημιστικός
рекламный;
          ~ό γραφείο — рекламное бюро



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово рекламный? — διαφημιστικός
как с (ново)греческого переводится слово διαφημιστικός? — рекламный


επιτεύξιμοςπροπάτωργκερδέλιερατεινόςαθλοθετώμακροκαταληκτώανθυποφροντιστήςλεβεντόκορμοςγαβάθιχαραδρώδηςκιμάςπεδίονευρικότητααληθήςεπιφράττωξεπλάτισμαχαϊδευτικάφουτουρίστριαγρατσουνίζωταυτολογώπιλοποιός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit