|
η воен. артиллерийский обоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово артиллерийский обоз? — συζυγαρχία как с (ново)греческого переводится слово συζυγαρχία? — артиллерийский обоз — ακίνδυνο — ιλαρχία — εριστικός — λουτρατζισσα — κλωστοϋφαντουργίνα — οστεομβελίτιδα — μετρολογικός — σαλεπιτζής — βότκα — ακουβάριαστος — ακκισμός — αγχόνη — σαλπιγκτής — συνεργώ — αραξιά — σταθήτε — βοσκαριά — πρόθεση — μάδηση — ποιητικός — ρωσοτουρκικός |
|||