Новогреческий словарь
επιπλωτήρας
επιπλωτήρας
(-ήρος) ο
поплавок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поплавок
? —
επιπλωτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιπλωτήρας
? — поплавок
#
(ново)греческий словарь
—
Ιρλανδή
—
γερονταφήνω
—
εξομολογώ
—
φλασκιά
—
καρατομώ
—
τετελεσμένος
—
χάλαρο
—
αποκούρεμα
—
σπογγίνη
—
Αμερικάνα
—
βαρδαβέλα
—
καλαμποκάς
—
τρισεγγόνη
—
ποδαράτος
—
βαβάζω
—
σιτίζω
—
ανέλκωσις
—
ταυτόχρονος
—
μαϊμουδισμός
—
ανάπιαστος
—
κοκάλιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве