|
правящий; η ~ούσα τάξη — правящий, господствующий класс; οι ~οντες — правители; οι ~οντες (κύκλοι) — правящие круги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово правящий? — ιθύνων как с (ново)греческого переводится слово ιθύνων? — правящий — αεροχείμαρρος — μαυρομάτης — αντιλαμβανόμενος — δεμοτοποιός — ένθεν — κοτσάκι — πασαίρνω — τροπαιοφόρος — αναψυκτικό — ανομία — ανδρόγυνο — αμπελοφύλακας — πάρδαλης — δεκαπενταύγουστο — κιμάς — έξωρος — τερματάκι — ρέβα — άτολμος — κατράμωμα — αδενώδης |
|||