|
огнеупорный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово огнеупорный? — ανεξίθερος как с (ново)греческого переводится слово ανεξίθερος? — огнеупорный — αστεροφεγγής — ηθική — κομουνιστικός — λεπτουργικός — καράφα — παράβυστον — αντίχαρα — ραδιολόγος — τρίχρωμος — ανεκτέλεστος — σταφυλόξυδο — υπερυπουργείο — εγχαράττω — ακληρία — σκόπελος — επιναθέτω — θείος — αλπινίστρια — βρωμοκόριτσο — μυρτέλαιον — δολίζω |
|||