ανεξίθερ|ος

формы словаβ
ανεξίθερ|ος
огнеупорный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово огнеупорный? — ανεξίθερος
как с (ново)греческого переводится слово ανεξίθερος? — огнеупорный


αστεροφεγγήςηθικήκομουνιστικόςλεπτουργικόςκαράφαπαράβυστοναντίχαραραδιολόγοςτρίχρωμοςανεκτέλεστοςσταφυλόξυδουπερυπουργείοεγχαράττωακληρίασκόπελοςεπιναθέτωθείοςαλπινίστριαβρωμοκόριτσομυρτέλαιονδολίζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit