|
1) облегчающий; 2) болеутоляющий; успокаивающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово облегчающий? — ανακουφιστικός как на (ново)греческом будет слово болеутоляющий? — ανακουφιστικός как на (ново)греческом будет слово успокаивающий? — ανακουφιστικός как с (ново)греческого переводится слово ανακουφιστικός? — облегчающий, болеутоляющий, успокаивающий — φαταλίστρια — εξανθράκιση — ναυτολόγιο — χειραγώγηση — βλασταίνω — εξωνημένος — νυχτικιά — χρυσομίλητος — ταριχευμένος — νεκρογέννητος — χασές — μορφικός — ιστολογικός — πνευμονοθώρακας — σκυλόδοντο — αθυρογλωσσία — αμάκα — βυσσινύ — καθέκτης — υδρόψυξη — κάθαρση |
|||