|
η горький источник (минеральный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горький источник? — πικροπηγή как с (ново)греческого переводится слово πικροπηγή? — горький источник — τσιμπώ — ημιπερίοδος — δουλάπι — αδιάλυτος — ενοφθαλμίζομαι — πρακτικά — σουτάς — υδροπνευματικός — πιτσουνάκι — ανεξάλειπτος — μετάδοση — ταρτούφος — πεντακοσιόδραχμο — πέρασμα — θερμοπληξία — εμπύρευση — ενταλματικός — έξτρα — ταγγίλα — καρουλιάστρα — σταθεροποιούμαι |
|||