|
ο щука #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щука? — λούτσος как с (ново)греческого переводится слово λούτσος? — щука — μισογεμισμένος — ανέγνωρος — νοσηρώς — ακοή — σαπουνάς — συντροφεύω — παλληκάρι — τριτοπρόσωπος — σίφωνας — ρόζος — φιλοτιμούμαι — αναδιπλασιασμός — αρπιστής — εναντιολογικός — αποδεδειγμένος — ταρίχευση — συναθροίζω — αφηγηματικός — αβολίδωτος — τεμάχισμα — μηνυτής |
|||