μεταβιβαστικός

формы словаβ
μεταβιβαστικός
передаточный;
          ~ή πραξις — передаточный акт



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово передаточный? — μεταβιβαστικός
как с (ново)греческого переводится слово μεταβιβαστικός? — передаточный


πιλάφιδασόφυτοςπιόμεροληπτικόςφουντάρισμαγουρσούζικοςαισιόδοξαμούγκρισμαβασεδώφειοςαριθμητόςατμοβριθήςεφταετίαπρογιαγιάαφήεσχάρασυνηγορώάγνωροςαρχιναύκληροςβιβλιοθηκάριοςαντιάρμαδιαλλαγή




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit