|
передаточный; ~ή πραξις — передаточный акт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово передаточный? — μεταβιβαστικός как с (ново)греческого переводится слово μεταβιβαστικός? — передаточный — πιλάφι — δασόφυτος — πιό — μεροληπτικός — φουντάρισμα — γουρσούζικος — αισιόδοξα — μούγκρισμα — βασεδώφειος — αριθμητός — ατμοβριθής — εφταετία — προγιαγιά — αφή — εσχάρα — συνηγορώ — άγνωρος — αρχιναύκληρος — βιβλιοθηκάριος — αντιάρμα — διαλλαγή |
|||