|
спец. тычковый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тычковый? — μπατικός как с (ново)греческого переводится слово μπατικός? — тычковый — αχώρητος — σταθεροποιούμαι — αφιονίζω — πτωχοπρόδρομος — μέλαινα — προγεμένος — αντίφλογο — εγγύτατος — κλιτικός — εναντιώνομαι — σαυρίδα — βιολίστρια — αντεύχομαι — ισχυροποιούμαι — διαπερατότητα — ζαμπαράς — αριθμώ — χαλεπά — βαρυπενθής — αγρίλλιαγος — γκεστίζω |
|||