|
ο энциклопедист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово энциклопедист? — εγκυκλοπαιδιστής как с (ново)греческого переводится слово εγκυκλοπαιδιστής? — энциклопедист — επιτύμβιος — λεγόμενος — λασπόνερο — ξομολογητής — ρουχισμός — απροίκιστος — μυωπία — Μογγόλα — ακροδέκτης — υπόξανθος — ελαιοκομείον — δηκτικός — ελυτρον — περίσωση — τετραψήφιος — ψαθοποιείο — καταμαρτύρηση — μπαμπακένιος — μικρόκοκκος — δόντι — καρναβαλικά |
|||