|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σβωλάκι? — — Αλβανίδα — ομαίμων — θαμπόγυαλο — ανασχετικός — άβγαλτος — ακουστικότητα — εφίζηση — σύμπηξη — στυπτικότητα — στρίγγλικος — πατάσσω — αμφίγειο — καρροσερί — αναντίρρητος — δάρμα — ρεπανόσουπα — ανεπηρέαστος — σεντονάρα — διάθερμος — άβρωμος — Μητρώον |
|||