Новогреческий словарь
ξαγορευτής
ξαγορευτ|ής
ο
духовник, исповедник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
духовник
? —
ξαγορευτής
как на
(ново)греческом
будет слово
исповедник
? —
ξαγορευτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξαγορευτής
? — духовник, исповедник
#
(ново)греческий словарь
—
καλοκαιριάζω
—
καστανομάλλης
—
καμπανίτσα
—
παιδιαρίζω
—
βιβλιογνώστρια
—
τηλεφωνικός
—
ωοτοκώ
—
ασύμφυτος
—
αγγειολογία
—
βαλαντώνω
—
ελλιμένιση
—
οφιοειδή
—
οβριακή
—
αντίπνοια
—
μολυβδώνω
—
βαμβακίαση
—
παντόρφανος
—
φιλοπρόοδος
—
ανεμόστυλος
—
πορνοβοσκός
—
θυμιατήριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,