|
ο духовник, исповедник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово духовник? — ξαγορευτής как на (ново)греческом будет слово исповедник? — ξαγορευτής как с (ново)греческого переводится слово ξαγορευτής? — духовник, исповедник — αργοκινώ — γεναριάτικα — καλαθοποιός — σαυροειδή — ξενοικιάζομαι — σταυρίδι — πιονιέρος — εξοντωτικός — πρεσβύτερος — οινοποιείο — λάκκωμα — εκνευρίζομαι — επιδιώκω — δελεάζω — γαλήνευμα — βιοαποικοδομήσιμος — φούντο — μικρόφωνο — εταιρεία — μεταλλικό — σκουπιδαρειό |
|||