|
η крахмальный клей, клейстер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крахмальный клей? — αμυλόκολλα как на (ново)греческом будет слово клейстер? — αμυλόκολλα как с (ново)греческого переводится слово αμυλόκολλα? — крахмальный клей, клейстер — ζορμπαλίδικος — βερμπαλιστικά — φαινασετίνη — τρίτομος — πρώτον — καταχείμωνο — βαρύηχος — σαπίλα — ραχοκόκαλο — αρτάνη — επιγραφολογία — διακοσμητική — ανεξολόθρευτος — σεξουαλικός — σβαρνάω — ριζοσπαστικοποίηση — σύντομος — ημίπληκτος — θαιρός — χαστούκι — εξτρεμιστικός |
|||