|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χειλεοπλαστική? — — ρίπτω — καταδρομικός — άγγελοθωρω — ξεγυρίζω — ενδελεχώς — τσαγκάρικος — μεγαλοφυία — ψωνιστής — ετερότροφος — ιλαρός — κείμενος — καταβρεκτήριον — κοντόμερος — αλαφροήσκιωτος — ελαιόμυλος — διαβασμένος — γνωστεύω — στέλνω — χρυσοτρίχης — αδιαμαρτύρητος — ρωπογραφία |
|||