|
ο овёс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овёс? — βρόμος как с (ново)греческого переводится слово βρόμος? — овёс — δραχμούλα — πνευμάτωση — γκαρίζω — τροχήλατος — καταδίκη — ευεξία — αγριόσκυλο — τετράεδρο — αλληλοφαγώνομαι — αρρίζωτος — ανεκχώρητος — ανόργωτος — επιτετηδευμένος — φράππα — καβαλάρης — αβύθιστος — πανοραματικός — θολούρα — ελικώ — πήγνυω — επιβραδυντικός |
|||