|
бот. стручковый; τά ~α — железистоплодные #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стручковый? — ελλοβοσπέρματος как с (ново)греческого переводится слово ελλοβοσπέρματος? — стручковый — λύτρωση — ταράττομαι — ανατρέπω — τετραπλασιάζω — χυτήρ — γούμενος — κλιτύς — πολεμίστρια — φουά-γκρά — μου — θρόμβωση — χταποδομακαρονάδα — δωδεκάωρο — κατασκορπώ — αλληλογράφος — φαλίδο — αποδεκάτευση — ακτίδα — υπεραιμία — διήθηση — μακροδάκτυλος |
|||