|
(αόρ. απέψυξα, παθ. αόρ. απεψύχθην и απεψύχην) охлаждать; замораживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охлаждать? — αποψύχω как на (ново)греческом будет слово замораживать? — αποψύχω как с (ново)греческого переводится слово αποψύχω? — охлаждать, замораживать — εβδομηκοντούτης — διακαινήσιμος — γερμανισμός — κρόσσι — κυνηγότοπος — λίβελλος — γαλήνη — αχρωματισμός — φωσφορούχος — ακριδοκτόνος — αγαύη — επικυριαρχία — πλισές — βουτιά — εκμοχλεύω — συστατικός — ψυχοφυσιολογία — σκέφτομαι — φαεινός — νταής — αναλατιά |
|||