|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιστασιακός? — — αναπωμάζω — αντιδιαστολή — τεταρταίος — κατακυρίευση — αγαρμπιά — μασητήρ — στερεομετρικός — ευπαίδευτος — τοπικιστής — αγουστέλι — υπαλληλία — επίστεψη — άσωστος — ιόχρους — διαλλακτικότητα — τεμπέλιασμα — αρωματώδης — ζωοτροφή — ξανανιώνω — εφίδρωση — εσπερίδα |
|||