περιστασιακός

формы словаβ
περιστασιακός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово περιστασιακός? —


αναπωμάζωαντιδιαστολήτεταρταίοςκατακυρίευσηαγαρμπιάμασητήρστερεομετρικόςευπαίδευτοςτοπικιστήςαγουστέλιυπαλληλίαεπίστεψηάσωστοςιόχρουςδιαλλακτικότητατεμπέλιασμααρωματώδηςζωοτροφήξανανιώνωεφίδρωσηεσπερίδα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit