|
кость #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κόκαλο? — — σαρανταλείτουργο — αποκρέα — ερευνημένος — θίγω — λιθοκονία — ζάκχαρις — ακριμάτιστος — ρήσος — ζεστό — αλλοιωτό — ασφαλίτης — ομαλοποιούμαι — πνευματοθώραξ — έκδοση — ενεπρήσθην — καραγκούνικος — σαββατιάτικος — κερκόπορτα — αδένωμα — μηχανοτεχνίτης — δεκαοκταετία |
|||