κόκαλο

формы словаβ
κόκαλο
кость


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κόκαλο? —


σαρανταλείτουργοαποκρέαερευνημένοςθίγωλιθοκονίαζάκχαριςακριμάτιστοςρήσοςζεστόαλλοιωτόασφαλίτηςομαλοποιούμαιπνευματοθώραξέκδοσηενεπρήσθηνκαραγκούνικοςσαββατιάτικοςκερκόπορτααδένωμαμηχανοτεχνίτηςδεκαοκταετία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit