|
η отводок, черенок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отводок? — καταβολάδο как на (ново)греческом будет слово черенок? — καταβολάδο как с (ново)греческого переводится слово καταβολάδο? — отводок, черенок — μπακαλική — φορμάστ — αξιοτιμώρητος — φιλοδωρία — αντηχώ — ουζοπότις — βαθύαλος — σαγηνεύτρια — επίστρωτος — Ουρανός — απάλευτος — απολείπομαι — μάργα — φαρμακοχημεία — αποκαρδιώνω — ξύστρισμα — κάντιο — υπολοχαγός — μεγαλοκεφαλία — διανθής — θεονήστικος |
|||