Новогреческий словарь
μετόπισθεν
μετόπισθεν
1.
сзади
;
2. :
τά ~ — тыл
;
στά ~ — в тылу
;
η υπηρεσία τών ~ — служба тыла
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сзади
? —
μετόπισθεν
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετόπισθεν
? — сзади
#
(ново)греческий словарь
—
αμεταγύριστος
—
διακονητής
—
μεφιτισμός
—
Κρήτη
—
αγουλιανός
—
ζαβάδα
—
επάνω
—
φιλόσοφος
—
θειάφι
—
ασχόλαστος
—
φτέρνα
—
αγδίκιωτος
—
αποστατικός
—
γανιάδα
—
βάσκος
—
δώθενε
—
απαράλλακτα
—
πτωμαΐνη
—
αδιατρύπητος
—
πεντάχρονος
—
καταυγάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,