|
царапаться; ~στηκα στην τριανταφυλλιά — [phrase]я поцарапался об розы[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово царапаться? — γρατσουνιέμαι как с (ново)греческого переводится слово γρατσουνιέμαι? — царапаться — κρεμάλα — ενθρονίζω — δυσμετάθετος — χρυσολάμπω — αντιτάσσω — μαραζιάρης — αυτομόληση — αντροχωρίστρα — παρεισάγω — γυφτοφάσουλο — ανωφερειακός — γλευκαγωγός — απόλαυσμα — τραπέζιον — ξαλλάσσω — χαμηλομάτης — τιμωρητέας — μπεγλέρι — οίκαδε — κακοτεχνία — εξαγιάζω |
|||