|
το беспризорник, уличный мальчишка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспризорник? — αλητόπαιδο как на (ново)греческом будет слово уличный мальчишка? — αλητόπαιδο как с (ново)греческого переводится слово αλητόπαιδο? — беспризорник, уличный мальчишка — κουνουπίδι — βασαλτικός — σπλάγχνο — λιθάργυρος — βαθομέτρηση — έμφραγμα — μαρμαρογλύπτης — μεταβλητότητα — σκυθρωπάζω — βέργα — χαροπάλεμα — στερεά — ασκέπαστος — καμίνευμα — σύμφωνο — υγειολογία — φρεατίς — αταξία — ποικιλόχρωμος — βαλσαμόδενδρο — μεταλλωρύχος |
|||