|
η коммерческое дело (отрасль знаний) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коммерческое дело? — εμποριολογία как с (ново)греческого переводится слово εμποριολογία? — коммерческое дело — αστράβωτος — τόννος — κόμιστρο — οπλασκία — αντισηκώνω — χάλαρο — βοϊδήσιος — αντιπολεμικός — τσακισμένος — ανάλεστος — οινόπνευμα — ευγνώριστος — σκυρόδεμα — κακοπίχερος — φωταέριο — σαφράκιασμα — προεκτείνω — καταγίνομαι — Ιρακινος — μουρμουρητό — αστερισμός |
|||