|
το хим. тантал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тантал? — ταντάλιο как с (ново)греческого переводится слово ταντάλιο? — тантал — αλευροποιώ — απειθαρχία — ανυπομονώ — αναντικατάστατος — χορηγός — καθότι — απάγωτος — ακατακρήμνιστος — κουρούνα — ταγμένος — τέφρα — κροντήρι — ερυθροπύρωση — απρόοπτα — εκπέτασμα — μεταβιβάζω — ξεφτιλίζω — μπότης — πλεονεκτικός — μικροβατικός — αναφομοίωτος |
|||