|
το (чаще мн.ч. ) деньги; έχω ~ (или ~α) — быть богатым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деньги? — παραδάκι как с (ново)греческого переводится слово παραδάκι? — деньги — συμμοριτισμός — πενταπλασιασμός — προσηκόντως — ασημοκοπώ — τσιμεντόλιθος — διανθίζω — σπόρ — κουπαστή — γυναικάδελφος — υπέχω — αίρω — μελιτοφόρος — μισθαρνώ — σαρίδι — παράγομαι — πολυκόμματος — θάπτω — καθυποτάσσω — αδιακοίνωτος — γκιότσι — αισχρολόγία |
|||