|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οδόστρωση? — — πρωτοπορειακός — μπεκρηλίκι — πυοδερμίτις — ταράσσω — εξερευνητής — σελλάς — εξυπηρέτηση — φυλλάριο — σημειωματάριο — καφέ-σαντάν — προθετικός — μπορς — ανθρωποφοβία — συμφιλιώ — γράφω — αεροηλιόλουτρο — χαμηλοβλεπούσα — νυφικός — σούρβα — κλασσικότητα — μηχανουργείο |
|||