|
~αία шейный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шейный? — τραχηλιαίος как с (ново)греческого переводится слово τραχηλιαίος? — шейный — ξεντροπιάζω — υγροστάτης — χάρτης — ανυπολόγιστος — λαχείο — Βούλγαρος — αγρότισσα — ζαχαροκάμωτος — αλλοτριοφαγικός — ριζωματικός — ένστιχτο — φερέοικος — άρριφτος — δίφραγκο — ανοργάνιστος — αντιστρεπτός — περόνη — ανεμαλαγιά — αρχι- — ωφέλημα — δεκάδιπλος |
|||