|
Богородица #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Θεοτόκος? — — ξεκομμένα — σίχαμα — αορτέας — κατευνασμός — έγχορδα — φακοειδής — αναγελαστικά — αναγινώσκω — κυλάω — υμνήτρια — φόνος — παιδαγώγησις — ολλαντέζικος — εφετείο — ενδρομίς — πτερνοκόπημα — στενογραφώ — αηδόνι — μαργαρένιος — δασονόμος — λινόλαιον |
|||