|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συμβιβαστικότητα? — — ριμαδόρος — μεγαλούτσικος — σελάχι — νεύση — αναμάρτητος — απολησμονημένος — ανοσιούργημα — τσιριχτός — ελληνική — εθνοπρεπής — μαχαίρα — άδαρτος — ροόμετρο — σπεκουλάντης — επιστρατεύω — αντιπροεδρεία — λογιστήριο — δολερότητα — κιτρινόχροια — αυτοκινητάμαξα — αδάνειστος |
|||