|
η упрямство, строптивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрямство? — στραβοκεφαλιά как на (ново)греческом будет слово строптивость? — στραβοκεφαλιά как с (ново)греческого переводится слово στραβοκεφαλιά? — упрямство, строптивость — ένεση — νερομπούκαλο — ορθοεπής — αγαλματένιος — καταιγισμός — αντιποδικός — ψυχορράγημα — αξαζούμενος — βαρούμενη — γούνα — στύψιμο — κριτικός — αργιλοφόρος — φθορά — σιδηρόδεσμος — διάταση — κατασπαταλώ — αναιμάκτως — υπερασπιστικός — μελτέμι — λαίμαργος |
|||