Новогреческий словарь
αγαμιαίο
αγαμιαίο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγαμιαίο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καταμούτσουνα
—
εωθινόν
—
ωτολόγος
—
γυροβολιάζω
—
πουλάκι
—
ποδηλατοδρόμος
—
φιλόδοξος
—
σελιδοθέτης
—
πυροβολώ
—
ρεκορντγούμαν
—
κουρ
—
ξεφουρνίζω
—
ολοκληρωμένος
—
αυτονόητος
—
βαθμολόγιο
—
αποφράζω
—
κοινωφελώς
—
αγαναχτώ
—
διογκώνομαι
—
προφυλάσσω
—
στύση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω