|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγαμιαίο? — — χάρος — απερίφρακτος — συνιστώμαι — γνοιάση — μενεξελί — έφοδος — κατσαδιάζω — ορθοπεταλιά — ξαρρωστώ — εξώρας — απογέννι — πάραβλητός — κεδρώνω — τσάκω — γιερά — κουλοχέρης — προσβασιμότητα — ατομικός — ξεσκαλώνω — ξακουστός — λούζα |
|||