|
η 1) ослиха, ослица; 2) бран. скотина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослиха? — γομάρα как на (ново)греческом будет слово ослица? — γομάρα как на (ново)греческом будет слово скотина? — γομάρα как с (ново)греческого переводится слово γομάρα? — ослиха, ослица, скотина — υαλόφραγμα — κυριακάτικα — κουμποθηλειά — αποναρκωτικός — δεντρήσιος — βαθιοκοιμίζω — εξοργίζομαι — μαλλιαρός — ανάκυρτος — τσατσοπαναγιά — διαστρεβλώτρια — κενόσοφος — γριπαρόλι — αυξητικό — ξυλουργώ — διερώτηση — κρασοκανάτα — ενδιάθετος — καμάρι — αράγιστος — χαλκωματάς |
|||