|
тренировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тренировать? — προπονώ как с (ново)греческого переводится слово προπονώ? — тренировать — κρεμάω — αναπολούμενος — καπνοτόπι — αποκρηά — συννεφώδης — αχρόνιαγος — εκρηγνύω — νίψιση — γάβρα — φούλι — φθινοπωριάτικος — ομολογούμαι — σκοτισμός — ατροποποίητος — ραββί — ενδεής — μάχαιρα — Πολύδωρας — αμμοχαλικόστρωτος — φούχτιασμα — ωκεανογραφικός |
|||