|
ο мор. шкиперская #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шкиперская? — μπαλαούρος как с (ново)греческого переводится слово μπαλαούρος? — шкиперская — σβωλάκι — αναποδίζω — εσωστρέφεια — μεταλλοειδής — πατρικός — αναδημοσιεύομαι — υποδηματεργάτης — σπαθόσεγα — ακράκι — μπουσουλάω — ενθάδε — κρουνός — κοπρολογία — αγοήτευτος — ύδρος — συμβάλλομαι — συνέργεια — άρωμα — ελάφιον — εξαετία — σκωληκοτροφία |
|||