Новогреческий словарь
σόι
σόι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σόι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υδρογονούχος
—
συνδαυλίζω
—
θανατηφόρος
—
στάσιμος
—
αφιλοκαλία
—
άσογος
—
βοτίλια
—
επίκλιση
—
ανενεργοποιώ
—
μαστρολόϊ
—
πραιτώριο
—
ευκολόπαρτος
—
μετεκπαιδεύομαι
—
αστραπιαίος
—
ορυκτολογία
—
ιουδαϊκός
—
ελεγείο
—
χελωνός
—
αμνηστευτικός
—
προκομμένος
—
δεκαεπταέτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве