|
η красноречие; изящество речи; η ~ τής αφήγησης — изящество изложения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово красноречие? — καλλιέπεια как на (ново)греческом будет слово изящество речи? — καλλιέπεια как с (ново)греческого переводится слово καλλιέπεια? — красноречие, изящество речи — ξερραγιάρω — ηγουμένη — φωτοτεχνική — τρυπώ — χιλιαναθεμένος — πάγκοινος — εντριβή — γυαλισμένος — επισκευαστής — γυμνίστρια — μονοκούκκι — διαταραχή — αλφαβήτα — ηλεκτρομετολλουργία — σεβνταλίδικος — ξεπέτα — βιτσίζω — άρθρωση — χίμετλον — λούμπεν — αλεξιθόρυβος |
|||