|
(αόρ. αλυσόδεσα, παθ. αόρ. αλυσοδέθηκα) заковывать в цепи #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заковывать в цепи? — αλυσοδένω как с (ново)греческого переводится слово αλυσοδένω? — заковывать в цепи — βλαστογένεσις — χρυσοποίκιλτος — αδιακρισία — αφράλα — συχωριανός — πιλοτάρω — ναί — μώνυχα — εφήμερος — ενδογενής — σύναξη — γλυκαίνω — μεδούλι — ικετικός — υποπολλαπλάσιο — ηλιάστρα — κοροϊδευτής — εντοιχισμός — χοντρόπανο — ξεστραβώνω — κατάτμηση |
|||