|
αόρ. от εκπλήσσω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξεπλάγην? — — πανέρημος — νανοκέφαλος — μετενσαρκώνομαι — γαβαθιάρης — παρδαλή — ολιγοστεύω — λέων — απορριξιμιό — ετέχθην — βομβυκοτροφικός — μολυντήρι — γονατιστά — προσφέρομαι — νυχτερινός — μωρόσοφος — μαθηματικός — λεβιθόχορτο — αξιοπρόσεχτος — ελεήμων — βρομισμένος — χαλάλι |
|||